- τειχεώτης
- και τειχιώτης, ὁ, Μνυκτοφύλακας στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. -ώτης (πρβλ. ἡλικι-ώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχιώτης — ὁ,Μ (δ. γρφ.) βλ. τειχεώτης … Dictionary of Greek